Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπάθεια
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαθητικός
εὐπαιδευσία
εὐπαίδευτος
εὐπαιδία
εὔπαις
εὐπάλαιστος
εὐπάλαιστρος
εὐπάλαμος
εὐπαλής
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαράκλητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαράκρουστος
εὐπαράληπτος
εὐπαράλλακτος
View word page
εὐπάλαμος
handy, skilful, ingenious, inventive
ShortDef
handy, skilful, ingenious, inventive
Debugging
Headword:
εὐπάλαμος
Headword (normalized):
εὐπάλαμος
Headword (normalized/stripped):
ευπαλαμος
IDX:
37792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37793
Key:
Data
{'content': 'handy, skilful, ingenious, inventive'}