Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐοψέω
εὐοψία
εὐοψία2
εὔοψος
εὐπαγής
εὐπάθεια
εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαθητικός
εὐπαιδευσία
εὐπαίδευτος
εὐπαιδία
εὔπαις
εὐπάλαιστος
εὐπάλαιστρος
εὐπάλαμος
εὐπαλής
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαράκλητος
View word page
εὐπαίδευτος
well-educated, well-trained
ShortDef
well-educated, well-trained
Debugging
Headword:
εὐπαίδευτος
Headword (normalized):
εὐπαίδευτος
Headword (normalized/stripped):
ευπαιδευτος
IDX:
37787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37788
Key:
Data
{'content': 'well-educated, well-trained'}