Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθερόω
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἁλίφλοιος
ἁλίχλαινος
View word page
ἀλιτροσύνη
sinfulness, mischief

ShortDef

sinfulness, mischief

Debugging

Headword:
ἀλιτροσύνη
Headword (normalized):
ἀλιτροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αλιτροσυνη
IDX:
3776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3777
Key:

Data

{'content': 'sinfulness, mischief'}