Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐόρεκτος
εὐόριστος
εὐορκέω
εὐορκησία
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
εὐορνιθία
εὔορνις
εὐόροφος
εὐόρπηξ
εὐοσμέω
εὐοσμία
εὔοσμος
εὐόσφρητος
εὐόφθαλμος
εὔοφρυς
εὐοχέω
εὐοχθέω
εὔοχθος
View word page
εὐόροφος
well-roofed

ShortDef

well-roofed

Debugging

Headword:
εὐόροφος
Headword (normalized):
εὐόροφος
Headword (normalized/stripped):
ευοροφος
IDX:
37765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37766
Key:

Data

{'content': 'well-roofed'}