Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθερόω
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἁλίφλοιος
View word page
ἀλιτρός
sinful, sinning
ShortDef
sinful, sinning
Debugging
Headword:
ἀλιτρός
Headword (normalized):
ἀλιτρός
Headword (normalized/stripped):
αλιτρος
IDX:
3775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3776
Key:
Data
{'content': 'sinful, sinning'}