Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐόνειρος
εὐόνυξ
εὐοπλέω
εὐοπλία
εὔοπλος
εὔοπτος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐόρεκτος
εὐόριστος
εὐορκέω
εὐορκησία
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὔορμος
εὐορνιθία
εὔορνις
εὐόροφος
εὐόρπηξ
εὐοσμέω
View word page
εὐορκέω
to be faithful to one's oath
ShortDef
to be faithful to one's oath
Debugging
Headword:
εὐορκέω
Headword (normalized):
εὐορκέω
Headword (normalized/stripped):
ευορκεω
IDX:
37757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37758
Key:
Data
{'content': "to be faithful to one's oath"}