Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔολβος
εὐολίσθητος
εὐόλισθος
εὐόλκιμος
εὐόμαλος
εὐομβρία
εὔομβρος
εὐομίλητος
εὐομιλία
εὐόμιλος
εὐόμματος
εὐομολόγητος
εὐόνειρος
εὐόνυξ
εὐοπλέω
εὐοπλία
εὔοπλος
εὔοπτος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐόρεκτος
View word page
εὐόμματος
keen-sighted

ShortDef

keen-sighted

Debugging

Headword:
εὐόμματος
Headword (normalized):
εὐόμματος
Headword (normalized/stripped):
ευομματος
IDX:
37745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37746
Key:

Data

{'content': 'keen-sighted'}