Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθερόω
ἁλιφθορία
View word page
ἀλιτρόβιος
living wickedly

ShortDef

living wickedly

Debugging

Headword:
ἀλιτρόβιος
Headword (normalized):
ἀλιτρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αλιτροβιος
IDX:
3773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3774
Key:

Data

{'content': 'living wickedly'}