Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐοῖ
εὐοίκητος
εὐοικονόμητος
εὔοικος
εὔοικτος
εὐοινέω
εὐοινία
εὐοίνιστος
εὔοινος
εὐοιώνιστος
εὔολβος
εὐολίσθητος
εὐόλισθος
εὐόλκιμος
εὐόμαλος
εὐομβρία
εὔομβρος
εὐομίλητος
εὐομιλία
εὐόμιλος
εὐόμματος
View word page
εὔολβος
wealthy, prosperous

ShortDef

wealthy, prosperous

Debugging

Headword:
εὔολβος
Headword (normalized):
εὔολβος
Headword (normalized/stripped):
ευολβος
IDX:
37735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37736
Key:

Data

{'content': 'wealthy, prosperous'}