Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔξενος
εὔξεστος
εὐξήραντος
εὐξόανος
εὔξοος
εὐξυλεία
εὐξυλοεργός
εὔξυλος
εὔξυστος
εὐογκία
εὔογκος
εὐοδέω
εὐοδία
εὐοδιάζω
εὐόδιος
εὔοδος
εὐοδόω
εὐόδωσις
εὐοῖ
εὐοίκητος
εὐοικονόμητος
View word page
εὔογκος
of good size, bulky, massive

ShortDef

of good size, bulky, massive

Debugging

Headword:
εὔογκος
Headword (normalized):
εὔογκος
Headword (normalized/stripped):
ευογκος
IDX:
37717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37718
Key:

Data

{'content': 'of good size, bulky, massive'}