Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔνυμφος
εὐνώμας
εὔνωτος
εὔξαντος
εὐξενίδας
Εὔξενος
εὔξενος
εὔξεστος
εὐξήραντος
εὐξόανος
εὔξοος
εὐξυλεία
εὐξυλοεργός
εὔξυλος
εὔξυστος
εὐογκία
εὔογκος
εὐοδέω
εὐοδία
εὐοδιάζω
εὐόδιος
View word page
εὔξοος
with polished haft
ShortDef
with polished haft
Debugging
Headword:
εὔξοος
Headword (normalized):
εὔξοος
Headword (normalized/stripped):
ευξοος
IDX:
37711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37712
Key:
Data
{'content': 'with polished haft'}