Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐνουχιστής
εὐνουχοειδής
εὐνοῦχος
εὔνυμφος
εὐνώμας
εὔνωτος
εὔξαντος
εὐξενίδας
Εὔξενος
εὔξενος
εὔξεστος
εὐξήραντος
εὐξόανος
εὔξοος
εὐξυλεία
εὐξυλοεργός
εὔξυλος
εὔξυστος
εὐογκία
εὔογκος
εὐοδέω
View word page
εὔξεστος
well-planed, well-polished

ShortDef

well-planed, well-polished

Debugging

Headword:
εὔξεστος
Headword (normalized):
εὔξεστος
Headword (normalized/stripped):
ευξεστος
IDX:
37708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37709
Key:

Data

{'content': 'well-planed, well-polished'}