Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐνουχίζω
εὐνουχισμός
εὐνουχιστέον
εὐνουχιστής
εὐνουχοειδής
εὐνοῦχος
εὔνυμφος
εὐνώμας
εὔνωτος
εὔξαντος
εὐξενίδας
Εὔξενος
εὔξενος
εὔξεστος
εὐξήραντος
εὐξόανος
εὔξοος
εὐξυλεία
εὐξυλοεργός
εὔξυλος
εὔξυστος
View word page
εὐξενίδας
descended from Euxenos

ShortDef

descended from Euxenos

Debugging

Headword:
εὐξενίδας
Headword (normalized):
εὐξενίδας
Headword (normalized/stripped):
ευξενιδας
IDX:
37705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37706
Key:

Data

{'content': 'descended from Euxenos'}