Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔνομος
εὔνοος
Εὔνοστος
εὐνουχεῖον
εὐνουχίας
εὐνουχίζω
εὐνουχισμός
εὐνουχιστέον
εὐνουχιστής
εὐνουχοειδής
εὐνοῦχος
εὔνυμφος
εὐνώμας
εὔνωτος
εὔξαντος
εὐξενίδας
Εὔξενος
εὔξενος
εὔξεστος
εὐξήραντος
εὐξόανος
View word page
εὐνοῦχος
a eunuch

ShortDef

a eunuch

Debugging

Headword:
εὐνοῦχος
Headword (normalized):
εὐνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ευνουχος
IDX:
37700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37701
Key:

Data

{'content': 'a eunuch'}