Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
εὐνομία
εὐνομίη
εὔνομος
εὔνοος
Εὔνοστος
εὐνουχεῖον
εὐνουχίας
εὐνουχίζω
εὐνουχισμός
εὐνουχιστέον
εὐνουχιστής
εὐνουχοειδής
εὐνοῦχος
εὔνυμφος
εὐνώμας
εὔνωτος
εὔξαντος
εὐξενίδας
View word page
εὐνουχίζω
castrate
ShortDef
castrate
Debugging
Headword:
εὐνουχίζω
Headword (normalized):
εὐνουχίζω
Headword (normalized/stripped):
ευνουχιζω
IDX:
37695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37696
Key:
Data
{'content': 'castrate'}