Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
εὐνομία
εὐνομίη
εὔνομος
εὔνοος
Εὔνοστος
εὐνουχεῖον
εὐνουχίας
εὐνουχίζω
εὐνουχισμός
εὐνουχιστέον
εὐνουχιστής
εὐνουχοειδής
εὐνοῦχος
εὔνυμφος
εὐνώμας
εὔνωτος
εὔξαντος
View word page
εὐνουχίας
like a eunuch, impotent

ShortDef

like a eunuch, impotent

Debugging

Headword:
εὐνουχίας
Headword (normalized):
εὐνουχίας
Headword (normalized/stripped):
ευνουχιας
IDX:
37694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37695
Key:

Data

{'content': 'like a eunuch, impotent'}