Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐνοητικός
εὐνόητος
εὐνόθευτος
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
εὐνομία
εὐνομίη
εὔνομος
εὔνοος
Εὔνοστος
εὐνουχεῖον
εὐνουχίας
εὐνουχίζω
εὐνουχισμός
εὐνουχιστέον
εὐνουχιστής
εὐνουχοειδής
εὐνοῦχος
View word page
εὔνομος
under good laws, well-ordered

ShortDef

under good laws, well-ordered

Debugging

Headword:
εὔνομος
Headword (normalized):
εὔνομος
Headword (normalized/stripped):
ευνομος
IDX:
37690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37691
Key:

Data

{'content': 'under good laws, well-ordered'}