Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὐνοητικός
εὐνόητος
εὐνόθευτος
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
εὐνομία
εὐνομίη
εὔνομος
εὔνοος
Εὔνοστος
εὐνουχεῖον
εὐνουχίας
εὐνουχίζω
εὐνουχισμός
View word page
εὐνομέομαι
to have good laws, to be orderly

ShortDef

to have good laws, to be orderly

Debugging

Headword:
εὐνομέομαι
Headword (normalized):
εὐνομέομαι
Headword (normalized/stripped):
ευνομεομαι
IDX:
37686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37687
Key:

Data

{'content': 'to have good laws, to be orderly'}