Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Εὐνίκη
εὐνίκητος
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὐνοητικός
εὐνόητος
εὐνόθευτος
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
εὐνομία
εὐνομίη
εὔνομος
εὔνοος
Εὔνοστος
εὐνουχεῖον
εὐνουχίας
View word page
εὐνοΐζομαι
to be well-inclined

ShortDef

to be well-inclined

Debugging

Headword:
εὐνοΐζομαι
Headword (normalized):
εὐνοΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευνοιζομαι
IDX:
37684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37685
Key:

Data

{'content': 'to be well-inclined'}