Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐνήτης
εὔνια
Εὐνίκη
εὐνίκητος
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὐνοητικός
εὐνόητος
εὐνόθευτος
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
εὐνομία
εὐνομίη
εὔνομος
εὔνοος
Εὔνοστος
View word page
εὐνόθευτος
easily adulterated

ShortDef

easily adulterated

Debugging

Headword:
εὐνόθευτος
Headword (normalized):
εὐνόθευτος
Headword (normalized/stripped):
ευνοθευτος
IDX:
37682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37683
Key:

Data

{'content': 'easily adulterated'}