Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
View word page
ἁλίτης
salted

ShortDef

salted

Debugging

Headword:
ἁλίτης
Headword (normalized):
ἁλίτης
Headword (normalized/stripped):
αλιτης
IDX:
3767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3768
Key:

Data

{'content': 'salted'}