Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔνημα
Εὔνηος
εὔνησος
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὔνια
Εὐνίκη
εὐνίκητος
εὖνις
εὖνις2
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὐνοητικός
εὐνόητος
εὐνόθευτος
εὔνοια
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
εὐνομία
View word page
ἐΰννητος
well spun

ShortDef

well spun

Debugging

Headword:
ἐΰννητος
Headword (normalized):
ἐΰννητος
Headword (normalized/stripped):
ευννητος
IDX:
37678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37679
Key:

Data

{'content': 'well spun'}