Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
View word page
ἀλιτηριώδης
abominable, accursed

ShortDef

abominable, accursed

Debugging

Headword:
ἀλιτηριώδης
Headword (normalized):
ἀλιτηριώδης
Headword (normalized/stripped):
αλιτηριωδης
IDX:
3766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3767
Key:

Data

{'content': 'abominable, accursed'}