Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
View word page
ἀλίτημα
a sin, offence
ShortDef
a sin, offence
Debugging
Headword:
ἀλίτημα
Headword (normalized):
ἀλίτημα
Headword (normalized/stripped):
αλιτημα
IDX:
3762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3763
Key:
Data
{'content': 'a sin, offence'}