Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔμετρος
Εὐμήδης
εὐμήκης
Εὔμηλος
εὔμηλος
εὔμηρος
εὐμήρυτος
εὔμητις
εὐμηχάνημα
εὐμηχανία
εὐμήχανος
εὔμικτος
εὐμιλίη
εὐμίμητος
εὐμιξία
εὐμίσητος
εὔμιτος
εὔμιτρος
ἐϋμμελίης
εὐμνημόνευτος
εὐμνήμων
View word page
εὐμήχανος
skilful in contriving, ingenious, inventive
ShortDef
skilful in contriving, ingenious, inventive
Debugging
Headword:
εὐμήχανος
Headword (normalized):
εὐμήχανος
Headword (normalized/stripped):
ευμηχανος
IDX:
37622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37623
Key:
Data
{'content': 'skilful in contriving, ingenious, inventive'}