Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
View word page
ἁλιτενής
stretching along the sea, level, flat
ShortDef
stretching along the sea, level, flat
Debugging
Headword:
ἁλιτενής
Headword (normalized):
ἁλιτενής
Headword (normalized/stripped):
αλιτενης
IDX:
3760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3761
Key:
Data
{'content': 'stretching along the sea, level, flat'}