Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐμετάβολος
εὐμετάγνωτος
εὐμετάγωγος
εὐμετάδοτος
εὐμετάθετος
εὐμετακίνητος
εὐμετακόμιστος
εὐμετακύλιστος
εὐμετανόητος
εὐμετάπειστος
εὐμεταποίητος
εὐμετάπτωτος
εὐμετάρρευστος
εὐμετάστατος
εὐμετάτρεπτος
εὐμετάφορος
εὐμεταχείριστος
εὐμετρία
εὔμετρος
Εὐμήδης
εὐμήκης
View word page
εὐμεταποίητος
easily altered

ShortDef

easily altered

Debugging

Headword:
εὐμεταποίητος
Headword (normalized):
εὐμεταποίητος
Headword (normalized/stripped):
ευμεταποιητος
IDX:
37604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37605
Key:

Data

{'content': 'easily altered'}