Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
ἀλιτοφροσύνη
View word page
ἀλιτάνευτος
inexorable
ShortDef
inexorable
Debugging
Headword:
ἀλιτάνευτος
Headword (normalized):
ἀλιτάνευτος
Headword (normalized/stripped):
αλιτανευτος
IDX:
3759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3760
Key:
Data
{'content': 'inexorable'}