Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἁλίτης
ἀλιτόξενος
View word page
ἀλιταίνω
to sin
ShortDef
to sin
Debugging
Headword:
ἀλιταίνω
Headword (normalized):
ἀλιταίνω
Headword (normalized/stripped):
αλιταινω
IDX:
3758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3759
Key:
Data
{'content': 'to sin'}