Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐμένεια
Εὐμένεια
Εὐμένειος
Εὐμένειος2
εὐμενέτης
εὐμενέω
Εὐμένης
εὐμενής
εὐμενία
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
Εὐμενισταί
εὐμέριστος
εὐμεταβλησία
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάγνωτος
εὐμετάγωγος
εὐμετάδοτος
εὐμετάθετος
View word page
εὐμενίζομαι
to propitiate
ShortDef
to propitiate
Debugging
Headword:
εὐμενίζομαι
Headword (normalized):
εὐμενίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευμενιζομαι
IDX:
37588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37589
Key:
Data
{'content': 'to propitiate'}