Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐμέλαθρος
εὐμέλανος
εὐμέλεια
εὐμελής
εὐμελιτέω
εὐμένεια
Εὐμένεια
Εὐμένειος
Εὐμένειος2
εὐμενέτης
εὐμενέω
Εὐμένης
εὐμενής
εὐμενία
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
Εὐμενισταί
εὐμέριστος
εὐμεταβλησία
εὐμετάβλητος
View word page
εὐμενέω
to be gracious

ShortDef

to be gracious

Debugging

Headword:
εὐμενέω
Headword (normalized):
εὐμενέω
Headword (normalized/stripped):
ευμενεω
IDX:
37583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37584
Key:

Data

{'content': 'to be gracious'}