Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐμεγέθης
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
εὐμείλικτος
εὐμέλαθρος
εὐμέλανος
εὐμέλεια
εὐμελής
εὐμελιτέω
εὐμένεια
Εὐμένεια
Εὐμένειος
Εὐμένειος2
εὐμενέτης
εὐμενέω
Εὐμένης
εὐμενής
εὐμενία
Εὐμενίδες
View word page
εὐμελιτέω
to have a good stock of honey
ShortDef
to have a good stock of honey
Debugging
Headword:
εὐμελιτέω
Headword (normalized):
εὐμελιτέω
Headword (normalized/stripped):
ευμελιτεω
IDX:
37577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37578
Key:
Data
{'content': 'to have a good stock of honey'}