Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔμαρις
εὐμαχανία
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
εὐμείλικτος
εὐμέλαθρος
εὐμέλανος
εὐμέλεια
εὐμελής
εὐμελιτέω
εὐμένεια
Εὐμένεια
Εὐμένειος
Εὐμένειος2
εὐμενέτης
εὐμενέω
Εὐμένης
View word page
εὐμέλανος
well-blackened, inky

ShortDef

well-blackened, inky

Debugging

Headword:
εὐμέλανος
Headword (normalized):
εὐμέλανος
Headword (normalized/stripped):
ευμελανος
IDX:
37574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37575
Key:

Data

{'content': 'well-blackened, inky'}