Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐμαρέω
εὐμαρής
εὐμαρίην
εὔμαρις
εὐμαχανία
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
εὐμείλικτος
εὐμέλαθρος
εὐμέλανος
εὐμέλεια
εὐμελής
εὐμελιτέω
εὐμένεια
Εὐμένεια
Εὐμένειος
Εὐμένειος2
View word page
εὐμειδής
smiling, propitious

ShortDef

smiling, propitious

Debugging

Headword:
εὐμειδής
Headword (normalized):
εὐμειδής
Headword (normalized/stripped):
ευμειδης
IDX:
37571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37572
Key:

Data

{'content': 'smiling, propitious'}