Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὐμαρίην
εὔμαρις
εὐμαχανία
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
εὐμείλικτος
εὐμέλαθρος
εὐμέλανος
εὐμέλεια
εὐμελής
εὐμελιτέω
εὐμένεια
Εὐμένεια
Εὐμένειος
View word page
εὐμέθυστος
easily made drunk

ShortDef

easily made drunk

Debugging

Headword:
εὐμέθυστος
Headword (normalized):
εὐμέθυστος
Headword (normalized/stripped):
ευμεθυστος
IDX:
37570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37571
Key:

Data

{'content': 'easily made drunk'}