Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐλύτησις
εὔλυτος
εὐμάθεια
εὐμαθής
Εὔμαιος
εὐμάλακτος
εὔμαλλος
εὐμάραθος
εὐμάραντος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὐμαρίην
εὔμαρις
εὐμαχανία
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
View word page
εὐμαρέω
have abundance

ShortDef

have abundance

Debugging

Headword:
εὐμαρέω
Headword (normalized):
εὐμαρέω
Headword (normalized/stripped):
ευμαρεω
IDX:
37561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37562
Key:

Data

{'content': 'have abundance'}