Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔλυρος
εὐλυσία
εὐλυτέω
εὐλύτησις
εὔλυτος
εὐμάθεια
εὐμαθής
Εὔμαιος
εὐμάλακτος
εὔμαλλος
εὐμάραθος
εὐμάραντος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὐμαρίην
εὔμαρις
εὐμαχανία
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμεθόδευτος
View word page
εὐμάραθος
abounding in fennel

ShortDef

abounding in fennel

Debugging

Headword:
εὐμάραθος
Headword (normalized):
εὐμάραθος
Headword (normalized/stripped):
ευμαραθος
IDX:
37558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37559
Key:

Data

{'content': 'abounding in fennel'}