Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλίς
Ἆλις
ἅλις
ἀλισγέω
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
View word page
ἁλιστέφανος
sea-crowned, sea-girt

ShortDef

sea-crowned, sea-girt

Debugging

Headword:
ἁλιστέφανος
Headword (normalized):
ἁλιστέφανος
Headword (normalized/stripped):
αλιστεφανος
IDX:
3754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3755
Key:

Data

{'content': 'sea-crowned, sea-girt'}