Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλίρρυτος
ἁλίς
Ἆλις
ἅλις
ἀλισγέω
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
ἀλιτάνευτος
ἁλιτενής
ἁλιτέρμων
ἀλίτημα
ἀλιτήμερος
View word page
ἁλισμός
sprinkling with salt

ShortDef

sprinkling with salt

Debugging

Headword:
ἁλισμός
Headword (normalized):
ἁλισμός
Headword (normalized/stripped):
αλισμος
IDX:
3753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3754
Key:

Data

{'content': 'sprinkling with salt'}