Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
εὐλείμων
εὐλείωτος
εὔλεκτρος
εὔλεξις
εὐλέπιστος
εὐλή
εὔληκτος
εὐληματέω
εὐληνής
εὔληπτος
εὔληρα
εὐλίβανος
εὔλιθος
Εὐλιμένη
εὐλίμενος
εὐλιμενότης
εὔλιμνος
εὔλινος
View word page
εὐληματέω
to be of good spirit

ShortDef

to be of good spirit

Debugging

Headword:
εὐληματέω
Headword (normalized):
εὐληματέω
Headword (normalized/stripped):
ευληματεω
IDX:
37515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37516
Key:

Data

{'content': 'to be of good spirit'}