Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐλάκα
εὔλαλος
εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
εὐλείμων
εὐλείωτος
εὔλεκτρος
εὔλεξις
εὐλέπιστος
εὐλή
εὔληκτος
εὐληματέω
εὐληνής
εὔληπτος
εὔληρα
εὐλίβανος
εὔλιθος
Εὐλιμένη
εὐλίμενος
εὐλιμενότης
View word page
εὐλή
a worm

ShortDef

a worm

Debugging

Headword:
εὐλή
Headword (normalized):
εὐλή
Headword (normalized/stripped):
ευλη
IDX:
37513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37514
Key:

Data

{'content': 'a worm'}