Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκύμαντος
εὔκωπος
εὐλάβεια
εὐλαβέομαι
εὐλαβής
εὐλαβητέον
εὐλαβητέος
εὐλαβητικός
εὐλάζω
εὐλάκα
εὔλαλος
εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
εὐλείμων
εὐλείωτος
εὔλεκτρος
εὔλεξις
εὐλέπιστος
εὐλή
εὔληκτος
View word page
εὔλαλος
sweetly-speaking

ShortDef

sweetly-speaking

Debugging

Headword:
εὔλαλος
Headword (normalized):
εὔλαλος
Headword (normalized/stripped):
ευλαλος
IDX:
37504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37505
Key:

Data

{'content': 'sweetly-speaking'}