Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐκύλιστος
εὐκύμαντος
εὔκωπος
εὐλάβεια
εὐλαβέομαι
εὐλαβής
εὐλαβητέον
εὐλαβητέος
εὐλαβητικός
εὐλάζω
εὐλάκα
εὔλαλος
εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
εὐλείμων
εὐλείωτος
εὔλεκτρος
εὔλεξις
εὐλέπιστος
εὐλή
View word page
εὐλάκα
a ploughshare
ShortDef
a ploughshare
Debugging
Headword:
εὐλάκα
Headword (normalized):
εὐλάκα
Headword (normalized/stripped):
ευλακα
IDX:
37503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37504
Key:
Data
{'content': 'a ploughshare'}