Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκύλικος
εὐκύλιστος
εὐκύμαντος
εὔκωπος
εὐλάβεια
εὐλαβέομαι
εὐλαβής
εὐλαβητέον
εὐλαβητέος
εὐλαβητικός
εὐλάζω
εὐλάκα
εὔλαλος
εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
εὐλείμων
εὐλείωτος
εὔλεκτρος
εὔλεξις
εὐλέπιστος
View word page
εὐλάζω
to plough

ShortDef

to plough

Debugging

Headword:
εὐλάζω
Headword (normalized):
εὐλάζω
Headword (normalized/stripped):
ευλαζω
IDX:
37502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37503
Key:

Data

{'content': 'to plough'}