Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκύκλωτος
εὐκύλικος
εὐκύλιστος
εὐκύμαντος
εὔκωπος
εὐλάβεια
εὐλαβέομαι
εὐλαβής
εὐλαβητέον
εὐλαβητέος
εὐλαβητικός
εὐλάζω
εὐλάκα
εὔλαλος
εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
εὐλείμων
εὐλείωτος
εὔλεκτρος
εὔλεξις
View word page
εὐλαβητικός
careful to avoid

ShortDef

careful to avoid

Debugging

Headword:
εὐλαβητικός
Headword (normalized):
εὐλαβητικός
Headword (normalized/stripped):
ευλαβητικος
IDX:
37501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37502
Key:

Data

{'content': 'careful to avoid'}