Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐκτός
ἐϋκτυπέων
εὐκυβέω
εὔκυκλος
εὐκύκλωτος
εὐκύλικος
εὐκύλιστος
εὐκύμαντος
εὔκωπος
εὐλάβεια
εὐλαβέομαι
εὐλαβής
εὐλαβητέον
εὐλαβητέος
εὐλαβητικός
εὐλάζω
εὐλάκα
εὔλαλος
εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
View word page
εὐλαβέομαι
to be discreet, cautious, beware
ShortDef
to be discreet, cautious, beware
Debugging
Headword:
εὐλαβέομαι
Headword (normalized):
εὐλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
ευλαβεομαι
IDX:
37497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37498
Key:
Data
{'content': 'to be discreet, cautious, beware'}