Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλιρραγής
ἁλιρραίστης
ἁλίρραντος
ἁλιρρόθιος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἁλίς
Ἆλις
ἅλις
ἀλισγέω
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
ἁλίστρεπτος
ἀλιταίνω
View word page
ἀλίσγημα
a pollution
ShortDef
a pollution
Debugging
Headword:
ἀλίσγημα
Headword (normalized):
ἀλίσγημα
Headword (normalized/stripped):
αλισγημα
IDX:
3748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3749
Key:
Data
{'content': 'a pollution'}