Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκτέανος
εὐκτέανος2
εὐκτέον
εὐκτήδων
εὐκτημοσύνη
Εὐκτήμων
ἐϋκτήμων
εὐκτήριος
εὔκτητος
εὐκτικός
ἐϋκτίμενος
ἐΰκτιτος
εὐκτός
ἐϋκτυπέων
εὐκυβέω
εὔκυκλος
εὐκύκλωτος
εὐκύλικος
εὐκύλιστος
εὐκύμαντος
εὔκωπος
View word page
ἐϋκτίμενος
good to dwell in

ShortDef

good to dwell in

Debugging

Headword:
ἐϋκτίμενος
Headword (normalized):
ἐϋκτίμενος
Headword (normalized/stripped):
ευκτιμενος
IDX:
37485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37486
Key:

Data

{'content': 'good to dwell in'}