Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκρινής
εὐκρίνητος
εὔκριτος
ἐϋκρόκαλος
εὐκρόταλος
εὐκρότητος
εὔκροτος
εὔκρυπτος
εὐκταῖος
εὐκτέανος
εὐκτέανος2
εὐκτέον
εὐκτήδων
εὐκτημοσύνη
Εὐκτήμων
ἐϋκτήμων
εὐκτήριος
εὔκτητος
εὐκτικός
ἐϋκτίμενος
ἐΰκτιτος
View word page
εὐκτέανος2
straight-grained, slender, tall

ShortDef

wealthy
straight-grained, slender, tall

Debugging

Headword:
εὐκτέανος2
Headword (normalized):
εὐκτέανος
Headword (normalized/stripped):
ευκτεανος2
IDX:
37476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37477
Key:

Data

{'content': 'straight-grained, slender, tall'}