Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔκρηνος
ἐϋκρήπις
εὔκριθος
εὐκρίνεια
εὐκρινέω
εὐκρινής
εὐκρίνητος
εὔκριτος
ἐϋκρόκαλος
εὐκρόταλος
εὐκρότητος
εὔκροτος
εὔκρυπτος
εὐκταῖος
εὐκτέανος
εὐκτέανος2
εὐκτέον
εὐκτήδων
εὐκτημοσύνη
Εὐκτήμων
ἐϋκτήμων
View word page
εὐκρότητος
well-hammered, well-wrought
ShortDef
well-hammered, well-wrought
Debugging
Headword:
εὐκρότητος
Headword (normalized):
εὐκρότητος
Headword (normalized/stripped):
ευκροτητος
IDX:
37471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37472
Key:
Data
{'content': 'well-hammered, well-wrought'}